- αδέλφια
- [аделфья] ουσ. о. κληθ. братья и сёстры,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αδελφία — Συνένωση πολλών στημόνων των λουλουδιών με τα νήματά τους. Με τις λέξεις μοναδελφία, δυαδελφία και πολυαδελφία, επισημαίνουμε το είδος της συνένωσης των στημόνων. Η πρώτη αφορά τη συνένωση των στημόνων σε μία δέσμη, η δεύτερη σε δύο και η τρίτη… … Dictionary of Greek
Αδέλφια — Δύο πολύ μικρά νησιά, ανάμεσα στη Φολέγανδρο και τη Σίκινο … Dictionary of Greek
ἀδέλφια — ἀδέλφιον Zweiter Bericht neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Воскопулос, Толис — Толис Воскопулос Имя при рождении греч. Τόλης Βοσκόπουλος Дата рождения 26 июня 1940(1940 06 26) … Википедия
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… … Dictionary of Greek
αδελφικά — και αδερφικά επίρρ. όπως ταιριάζει σε αδέλφια, ως αδέλφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφικός. ΣΥΝΘ. ἀδελφικοασπάζομαι] … Dictionary of Greek
αδελφομοίρι — και αδερφομοίρι, το 1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού 2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού 3. (ειδικότερα) το μερίδιο τού νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία 4. δίκαιη, ίση διανομή τής… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
Αδαμόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Συνεργάστηκε με τον Παπάζογλου. Τον έστειλαν στη Μάνη με τον Ιω. Παλατινό για να πείσει τους Μανιάτες να πάρουν μέρος στην Επανάσταση. Οι προσπάθειές του όμως απέτυχαν. 2. Αδάμ. Καταγόταν από το χωριό… … Dictionary of Greek